γκόμενα

γκόμενα
η
βλ. γκόμενος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γκόμενος — ο (θηλ. γκόμενα, η) 1. εραστής 2. γοητευτικός, περιζήτητος στο άλλο φύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. γκόμενος < γκόμενα < ιταλ. gomena «σχοινί που δένεται η άγκυρα», μτφ. «η θηλειά που βάζει ο εραστής στον λαιμό του». Κατ άλλη ετυμολογία γκόμενος πιθ. <… …   Dictionary of Greek

  • γκομενίζω — 1. ψάχνω για γκόμενα 2. τριγυρνάω με γκόμενες …   Dictionary of Greek

  • φιλενάδα, η — και φιλινάδα, η, 1. η φίλη γυναίκας: Πήγε βόλτα με τις φιλενάδες της. 2. η φίλη άντρα, η ερωμένη άντρα, η γκόμενα: Αρέσει ο Κώστας στις γυναίκες κι έχει πολλές φιλενάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”